- εξερύκω
- ἐξερύκω (Α) [ερύκω]απωθώ, απομακρύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek
ἐξήρυκε — ἐξήρῡκε , ἐξερύκω ward off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)